Με το όρο ιστορία του ψηφιδωτού εννοείται η διαχρονική θεώρηση της συγκεκριμένης τέχνης από την προϊστορία έως τη σύγχρονη εποχή, με τους συναφείς ιστορικούς κύκλους άνθησης, παρακμής και αναγέννησης του ενδιαφέροντος των καλλιτεχνών, πρώιμων ή ύστερων για την απεικονιστική δύναμη της ψηφιδωτής σύνθεσης. Το ιστορικό περίγραμμα της τέχνης του ψηφιδωτού διαιρείται σε τρεις κύριες φάσεις, με τις επιμέρους αναλυτικές περιόδους τους:
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παρούσα ταξινόμηση δε λαμβάνει υπ’ όψιν της την εξέλιξη της τέχνης του ψηφιδωτού στις αμερικανικές ηπείρους κατά την προκολομβιανή περίοδο. Η εισαγωγή αυτού του ιδιαίτερου πλαισίου για τη συγκεκριμένη τέχνη ταξινομείται χρονολογικά στο τέλος της Μεσαιωνικής-Βυζαντινής φάσης του αποκαλούμενου δυτικού κόσμου.
Η τέχνη του ψηφιδωτού αντλεί της ιστορία της από τη τέταρτη χιλιετία π.Χ./Π.Κ.Ε., όταν χρησιμοποιήθηκαν κώνοι οπτής γης (terracotta) εντυπωμένοι σε δάπεδα ή στο έδαφος, για την παραγωγή συγκεκριμένων διακοσμητικών μοτίβων[3]. Ανάμεσα στα πρωιμότερα ψηφιδωτά τέχνεργα περιλαμβάνονται τοίχοι από τη Μεσοποταμία ή στήλες από την Ουρούκ, στις οποίες οι κώνοι δημιουργούσαν γεωμετρικά μοτίβα[4]. Εκεί αποκαλύφθηκαν τοίχοι, στύλοι (αψιδοστάτες) και κίονες διακοσμημένοι με κώνους ασβεστόλιθου ή πηλού, εμβαπτισμένους σε χρωστική ουσία, εμπίεστους σε πισσάσφαλτο.
Κατά τα μέσα της 3ης χιλιετίας ΠΚΕ τα φατνώματα κοσμούνταν με σχεδιάσματα δημιουργημένα από όστρεα, λάπις λάζουλι (lapis lazuli) και χρωματισμένο ασβεστόλιθο, επίσης εμπίεστο σε πισσάσφαλτο. Τέτοια φατνώματα ανακαλύφθηκαν σε πολλές πόλεις της Μεσοποταμίας, ιδιαίτερα στην Ουρ. Ωστόσο, το θεμέλιο της ελληνικής παράδοσης στην κατασκευή επιδαπέδιων ψηφιδωτών βρίσκεται πιθανώς στα ψηφιδωτά δάπεδα που κατασκευάζονταν στην Ασσυρία και τη Φρυγία με ποτάμιους λίθους (βότσαλα) σε μεταγενέστερες περιόδους, κατά τον 8ο και 7ο αι. ΠΚΕ. Δύο τέτοια μωσαϊκά ανασκάφθηκαν στην Ασσούρ, από τον Γερμανό αρχαιολόγο Βάλτερ Άντρε (Walter Andrae), στο σύμπλεγμα του ναού Άνου-Αντάντ (Anu-Adad)[5].
Στην Τιλ, σημ. Τιλ Χουγιούκ (Tille Höyük) στην ΝΑ Τουρκία, σε οικισμό του νεοχιττιτικού κράτους του Κουμούκ που κατακτήθηκε από τον Σαργκόν Β’ της Ασσυρίας (περ. 721–705 ΠΚΕ), ανασκάφθηκε μια διώροφη κατοικία με μακρά στενά δώματα παρατεταγμένα γύρω από μία περίκλειστη, εσωτερική αυλή. Η αυλή ήταν καλυμμένη με ψηφιδωτό δάπεδο 238 λευκών και μαύρων τετραγώνων (σκακιέρα) και τέσσερα ερυθρά τετράγωνα τοποθετημένα έτσι ώστε να υποδεικνύουν την κύρια είσοδο της κατοικίας[6]
Σημαντική αλλαγή της χρήσης του ψηφιδωτού δαπέδου παρατηρείται στη Φρυγία. Το Γόρδιον, η πρωτεύουσα της Φρυγίας, ήταν πλούσια κοσμημένη με επιδαπέδια (βοτσαλωτά) ψηφιδωτά ήδη από τον 8ο ΠΚΕ αι. Τρία από αυτά τα ψηφιδωτά αποκαλύφθηκαν σε μεγαρόσχημα κτήρια που καταστράφηκαν από του Κιμμέριους στα τέλη του 8ου αρχές του 7ου ΠΚΕ αι. Χρονολογούνται ως σύγχρονα των μωσαϊκών της Ασσυρίας, αλλά έχουν μια διαφορετική χρήση στο χώρο. Χρησιμοποιούνται στα σημαντικότερα δώματα και όχι στους εξωτερικούς χώρους, η δε τεχνική τους θεωρείται εξαιρετική[7].
Στο πλαίσιο της μεσοαμερικανικής καλλιτεχνικής παραγωγής ο όρος ψηφιδωτό βρίσκει την εφαρμογή του όχι μόνο σε αρχιτεκτονικές επιφάνειες, όπως συμβαίνει στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, αλλά σε μια ποικιλία αντικειμένων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται αγγεία, ασπίδες, προσωπεία, ανθρώπινα κρανία, λαβές εγχειριδίων και λατρευτικά ειδώλια. Το μέσον της διακόσμησης είναι θραύσματα σκληρών λίθων και άλλα υλικά.
Οι Έλληνες, κατά τον 5ο και 4ο ΠΚΕ αι. προώθησαν το ψηφιδωτό ως μορφή τέχνης με ακριβή γεωμετρικά σχέδια και ανθρωπομορφικά ή θηριομορφικά μοτίβα. Το ψηφιδωτό του κλασικού κόσμου κοσμούσε συνήθως τον οίκο -συνηθέστερα την τραπεζαρία και τον προθάλαμό της. Κάτι τέτοιο υπονοεί μια στενή σχέση μεταξύ του ψηφιδωτού και του συμποσίου και απεικονίζεται σαφώς στα διονυσιακά θέματα και τις ομόκεντρες συνθέσεις, σχεδιασμένες με τρόπο ώστε να παρουσιάζουν ίδια μοτίβα σε όλους τους συνδαιτυμόνες, ανεξάρτητα από τη θέση τους στον χώρο. Καθώς μάλιστα στο συμπόσιον συμμετείχαν μόνον άνδρες, τούτη η διακόσμηση χάραζε τα διακριτά όρια ανάμεσα στον ανδρωνίτη και τον γυναικωνίτη.
Πολλά, βοτσαλωτά ψηφιδωτά διατηρούνται σε δύο ιδιαίτερες αρχαιολογικές θέσεις, την Όλυνθο και την Πέλλα στη βόρεια Ελλάδα. Τα ψηφιδωτά της Ολύνθου χρονολογούνται στον 5ο ΠΚΕ αι. και είναι κυρίως τετράγωνες ή κυκλικές συνθέσεις με απλά περιγράμματα και ζωφόρους γύρω από το κεντρικό μυθολογικό θέμα. Αρκετά περίτεχνη θεωρείται εδώ η χρήση ανοιχτόχρωμων και σκουρόχρωμων ψηφίδων. Οι μορφές δημιουργούνται με λευκούς λίθους σε μαύρο ή βαθύ μπλε φόντο. Μικρότεροι μαύροι λίθοι χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωση των περιγραμμάτων. Οι ψηφίδες είναι ομοιόμορφες ως προς το μέγεθος και αδιαμόρφωτες και στα κεντρικά θέματα δίνεται σημασία στη λεπτομέρεια.
Στην ελληνιστική περίοδο αυξάνονται τα κτήρια που χρησιμοποιούν τη ψηφιδωτή διακόσμηση σε διαφορετικούς χώρους από εκείνους του συμποσίου ή του διάκοσμου στον ανδρωνίτη. Γίνεται επίσης σαφές ότι ένα πολύ μεγάλο τμήμα του χώρου στον ελληνιστικό οίκο ήταν αφιερωμένο στη διασκέδαση των φιλοξενουμένων. Η δραστική αύξηση της χρήσης του ψηφιδωτού σε αυτή την περίοδο φαίνεται ότι ήταν προϊόν μιας αυξανόμενης ευημερίας, που συνδυαζόταν με εθιμικές αλλαγές, οι οποίες έκαναν περισσότερο αποδεκτή την επίδειξή της. Από το 200 ΠΚΕ ειδικά διαμορφωμένες ψηφίδες (tesserae[8]) χρησιμοποιούνταν για να αποδώσουν πρόσθετες λεπτομέρειες και χρωματικούς τονισμούς των έργων. Η χρήση μικρών ψηφίδων έδωσε τη δυνατότητα μίμησης των ζωγραφικών έργων, όπως φαίνεται κυρίως στα σωζόμενα έργα της Πέλλας και της Πομπηίας μεταγενέστερα.
Τα ψηφιδωτά αυτής της συγκεκριμένης περιόδου παρουσίασαν πολλές τεχνοτροπικές και τεχνικές καινοτομίες, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατός ο χρονικός προσδιορισμός τους. Υπάρχουν ψηφιδωτά του 3ου ΠΚΕ αι. που ακολουθούν την τεχνική της χρήσης μικροψηφίδων, αλλά ο χαμένος κρίκος της αλυσίδας διαφεύγει. Η τεχνική τελειοποιήθηκε σε κάποια από τις βασιλικές αυλές των ελληνιστικών βασιλείων, πιθανώς στην Αλεξάνδρεια ή την Πέργαμο, όπου αποκαλύφθηκαν έργα ιδιαίτερης λεπτότητας και τεχνικής. Περίπου από τα μέσα του 2ου αι. ΠΚΕ η τέχνη του ψηφιδωτού κατακτά τους πλούσιους οίκους του ελληνιστικού κόσμου, από την Ισπανία ως το Αφγανιστάν. Οι λαοί του ελληνιστικού κόσμου υιοθέτησαν την τέχνη του ψηφιδωτού μαζί με άλλες όψεις του ελληνικού τρόπου ζωής ως μέσο έκφρασης της ελληνικής τους ταυτότητας ή ως μέσο επίδειξης οικειότητας με τον ελληνικό πολιτισμό[9]. Η χρηστικότητα του ψηφιδωτού στην αρχιτεκτονική δομή των ελληνιστικών κτηρίων προσλαμβάνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθώς γίνεται το μέσο φυσικού διαχωρισμού σε περιπτώσεις που ο χώρος δεν είναι αρκετός σε μικρότερα κτήρια. Η επίδειξη κοινωνικού status απαιτεί την ύπαρξη περισσότερων του ενός συμποσιακών χώρων και τούτο γίνεται εφικτό χάρη στην αρχιτεκτονική πλέον χρήση της τέχνης[10].
Στην ελληνιστική περίοδο διακρίνονται δύο διαφορετικές τεχνοτροπίες, η ανατολική και η δυτική. Τα χαρακτηριστικά αυτών των δύο διακριτών τάσεων φαίνονται καθαρότερα στα πρώιμα ψηφιδωτά της Πομπηίας που ακολουθούν την ελληνική δυτική παράδοση, εμπλουτισμένη με σκηνές από την καθημερινότητα. Οι αριστοκράτες της Πομπηίας αναζητούσαν μια διακόσμηση που θα επιδείκνυε την εξοικείωσή τους με τον ελληνικό πολιτισμό, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό ενθάρρυνε την παραγωγή αντιγράφων ή τη χρήση των ειδολογικών και υφολογικών στοιχείων της ελληνικής τεχνοτροπίας. Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της αγοράς της Πομπηίας φαίνεται πως εξυπηρετούνταν από διαφορετικές τεχνικές παραγωγής. Υπάρχουν ενδείξεις διαχωρισμού μεταξύ της παραγωγής επιτοίχιων και επιδαπέδιων ψηφιδωτών, η οποία γινόταν πιθανώς από τοπικούς τεχνίτες[11].
Η διαρκής επέκταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν το πρόσφορο μέσο για τη διάδοση του ψηφιδωτού, αν και παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις στο επίπεδο της τέχνης. Η σύγκριση ανάμεσα σε ψηφιδωτά από τη ρωμαϊκή Βρετανία και εκείνα της Ιταλίας, υποδεικνύει ότι τα βρετανικά ψηφιδωτά είναι απλούστερα στο σχεδιασμό και λιγότερο ολοκληρωμένα από την άποψη της τεχνικής. Τα τυπικότερα ρωμαϊκά θέματα περιλαμβάνουν λατρευτικές και οικιακές σκηνές και γεωμετρικά μοτίβα.
Με την άνοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον 5ο αιώνα τούτη η μορφή τέχνης απέκτησε νέα χαρακτηριστικά. Σε αυτά τα χαρακτηριστικά περιλαμβάνονται οι ασιατικές τεχνοτροπικές και ειδολογικές επιδράσεις και η χρήση ειδικών υάλινων ψηφίδων που κατασκευάζονταν στη βόρεια Ιταλία καταρχήν και τις γνωρίζουμε με τον γενικό όρο σμάλτα. Τα σμάλτα κατασκευάζονταν από παχιά στρώματα έγχρωμης υάλου, είχαν ακανόνιστη επιφάνεια και περιείχαν μικροσκοπικές φυσαλίδες αέρα. Ενίοτε στην οπίσθια όψη τους ήταν καλυμμένα με αργυρά ή χρυσά λεπτά φύλλα, προκειμένου να παράγουν το ανάλογο αισθητικό αποτέλεσμα της υποβόσκουσας φωτεινότητας, μιας αφαιρετικής διάστασης της ιερότητας, που δεν απαντάται σε καμία άλλη περίοδο της τέχνης του ψηφιδωτού.
Ακμάζοντος ακόμη του Βυζαντίου οι Μαυριτανοί έφεραν την ισλαμική τέχνη του ψηφιδωτού στην ιβηρική χερσόνησο στον 8ο αιώνα. Σε όλον τον ισλαμικό κόσμο αργότερα χρησιμοποιήθηκαν λίθινες, υάλινες και κεραμικές ψηφίδες, αλλά αντίθετα από τις ανθρωπομορφικές απεικονίσεις της βυζαντινής τέχνης -εκτός της εικονομαχικής περιόδου- τα ισλαμικά μοτίβα είναι κυρίως γεωμετρικά και μαθηματικά. Παραδείγματα τέτοιων ψηφιδωτών μπορεί να δει κανείς στην Ισπανία, στο μεγάλο μουσουλμανικό τέμενος της Κόρντοβας και το ανάκτορο της Αλχάμπρα. Στις αραβικές χώρες αναπτύχθηκε μια ξεχωριστή διακοσμητική τεχνοτροπία που αποκαλείτο ζιλίτζ και στηριζόταν σε προκατασκευασμένα κεραμικά σχήματα, τα οποία επεξεργάζονταν οι καλλιτέχνες για να ταιριάξουν απόλυτα μεταξύ τους στη διαδικασία της κάλυψης του χώρου.
Στην μετακλασική προκολομβιανή κεντρική Αμερική, στην περίοδο των Αζτέκων (1376-1519), το ψηφιδωτό χρησιμοποιείται ως αρχιτεκτονικό διακοσμητικό μέσο κσι για την κάλυψη τελετουργικών αντικειμένων. Ως ψηφίδες χρησιμοποιούνται συνήθως πολύτιμα υλικά όπως ο οψιανός, γρανάτης και καλλαΐτης (τυρκουάζ). Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα αυτού του είδους είναι το προσωπείο του Κετζαλκοάτλ, τέχνεργο του 14ου αιώνα. Έχουν επίσης αποκαλυφθεί κτήρια καλυμμένα με ψηφιδωτό διάκοσμο στην αρχαιολογική θέση της Μίτλα στην Οαχάκα. Οι διακοσμητικές ταινίες στα κτήρια είναι κατασκευασμένες με μικρούς επίθετους λίθους διαφορετικών χρωμάτων και σχημάτων. Άλλες περίτεχνες Μάγια προσόψεις στο Ουξμάλ και την Τσίτσεν Ίτζα, στο Γιουκατάν, επιδεικνύουν τη χρήση θηριομορφικών και γεωμετρικών μοτίβων στην εξωτερική όψη των κτηρίων.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη η τέχνη του ψηφιδωτού παρήκμασε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, αν και και ορισμένα ψηφοθετικά πρότυπα χρησιμοποιήθηκαν σε αββαεία ή άλλα ναϊκά οικοδομήματα. Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για την τέχνη του ψηφιδωτού –ιδιαίτερα για τη βυζαντινή τεχνοτροπία- κατά τον 19ο αιώνα φαίνεται σε κτήρια όπως ο Καθεδρικός του Γουεστμίνστερ και η Σαρκ Κερ (Sacre-Coeur) στο Παρίσι.
Στη σύγχρονη εποχή το ψηφιδωτό αγκάλιασε, επίσης, το κίνημα της νέας τέχνης, το αποκαλούμενο Αρ Νουβώ (Art Nouveau). Στη Βαρκελώνη ο Αντόνι Γκαουντί Antoni Gaudi μαζί με τον Γιοσέπ Μαρία Γιουγιόλ (Josep Maria Jujol) φιλοτέχνησαν εντυπωσιακά κεραμεικά ψηφιδωτά στο Πάρκο Γκουέλ (Guell Park) στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αι. Χρησιμοποίησαν μια τεχνική γνωστή ως trencadis για να καλύψουν τις επιφάνειες των κτηρίων. Ενσωμάτωσαν, επίσης, στην τεχνική τους υλικά που προέρχονταν από σπασμένα κεραμικά και άλλα αντικείμενα, μια επαναστατική ιδέα για την τέχνη και την αρχιτεκτονική.
1. ↑ Μαυσωλείο της Κωνσταντίας -καθόλου αγίας σύμφωνα με τον ιστορικό Μαρκελίνο- και της Ελένης, θυγατέρων του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου
2. ↑ Fischer P., 1971, 15-24.
3. ↑ Opus tesselatum, τεχνική πυκνής σύνθεσης ψηφίδων, ώστε να μην είναι ορατό το υπόστρωμα πάνω στο οποίο εναποτίθεται η ψηφίδα.
4. ↑ Βritannica on line: λήμμα «mosaic history»
5. ↑ Andrae W. 1909, x.
6. ↑ French D. H. 1985, 211–15.
7. ↑ Young, Rodney S. 1965, 4-13
8. ↑ Απο το ιωνικό τέσσερα, που σημαίνει ψήφος επί ψηφωτού εδάφους. Βλ. Κουμανούδης Στ., 1972, Λεξικόν Λατινοελληνικόν, Γρηγόρης, Αθήνα: λήμμα tessera,ae
9. ↑ Ogden D. 2002, 221–251
10. ↑ Annual of the British School at Athens, 391–426
11. ↑ Westgate, R.C. 2000, 204, 255–275
Ψηφιδωτό καλείται η τεχνική επένδυσης επιφανειών με μικρές, συνήθως τετράγωνες, ψηφίδες από φυσικά πετρώματα ή υαλόμαζα οι οποίες προσκολλώνται σε κατάλληλα διαμορφωμένο υπόστρωμα από ασβεστοκονίαμα δημιουργώντας περίτεχνα διακοσμημένες επιφάνειες.
Τα παλαιότερα σωζόμενα ψηφιδωτά εντοπίζονται στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία και χρονολογούνται στον 8ο π.Χ. αιώνα. Από τον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, η τεχνική των ψηφιδωτών μεταλαμπαδεύτηκε στη Ρώμη τον 1ο π.Χ. αι. και από εκεί σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν ψηφιδωτά σε επιτοίχιες εφαρμογές στα τεχνητά σπήλαια που αφιέρωναν στις Μούσες (Μωσαϊκό).
Τη μεγάλη τους ακμή γνωρίζουν οι ψηφιδωτές διακοσμήσεις κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινοί εκτός από επιδαπέδια και επιτοίχια ψηφιδωτά έφτιαχναν και φορητές ψηφιδωτές εικόνες.
Βυζαντινό ψηφιδωτό
Τα βυζαντινά επιτοίχια ψηφιδωτά φιλοτεχνούνταν με άμεση τοποθέτηση των ψηφίδων πάνω σε ειδικά προετοιμασμένη επιφάνεια ασβεστοκονιάματος που αποτελείται από διάφορα στρώματα:
Το κατώτερο στρώμα, πάχους 2,5 εκ., αποτελείται από ακοσκίνιστα υλικά: μαρμαρόσκονη, ασβέστη, τουβλόσκονη και κομμένο άχυρο, που δίνει όγκο στο κονίαμα, δένει τα υλικά μεταξύ τους και διευκολύνει την απορρόφηση της υγρασίας. Πριν στεγνώσει αυτό το κονίαμα, με την άκρη του μυστριού δημιουργούσαν πάνω του κυματιστές αυλακώσεις ώστε να κολλήσει το επόμενο στρώμα κονιάματος.
Το επόμενο στρώμα, πάχους 1,5 – 2 εκ., περιλαμβάνει τα ίδια υλικά κοσκινισμένα και με λεπτότερη σύνθεση.
Το τρίτο στρώμα, πάχους 1 – 1,5 εκ., έχει κοσκινιστεί δύο ή τρεις φορές και δεν περιέχει άχυρο.
Τα κονιάματα στερεώνονται μεταξύ τους με ισχυρά καρφιά με επίπεδα κεφάλια. Γενικώς το τρίτο στρώμα, που ήταν το στρώμα υποδοχής των ψηφίδων, βαφόταν με «κόκκινο της γης». Ο ψηφοθέτης δούλευε με προσχέδιο σε μονοχρωμία με καστανό ή μαύρο χρώμα. Στα βυζαντινά ψηφιδωτά οι ψηφίδες ήταν ανισομεγέθεις. Συνήθως πολύ μικρές ψηφίδες χρησιμοποιούσαν για τα πρόσωπα και γενικότερα τα γυμνά μέρη των μορφών, ενώ οι μεγαλύτερες στα ενδύματα και στον κάμπο της παράστασης. Όλες αυτές οι ψηφίδες εμφυτεύονταν μία μία πάνω στον φρέσκο σοβά με διαφορετικές κλίσεις, πράγμα που επέτρεπε την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του εξωτερικού φωτός. Εννοείται ότι η ψηφοθέτηση γινόταν τμηματικά και μερικές φορές διακρίνεται το σημείο ραφής των επιφανειών, αλλά το ενιαίο κοκκινωπό χρώμα πάνω στο σοβά εξασφάλιζε την ενότητα του συνόλου. Όπως είναι φανερό, πρόκειται για τεχνική πολυδάπανη και δύσκολη.
Στην περίπτωση των φορητών ψηφιδωτών εικόνων, η τεχνοτροπία είναι ιδιαίτερα διαφορετική. Πάνω στο ξύλο απλώνεται ένα στρώμα κηρομαστίχης, στο οποίο εμφυτεύονται οι ψηφίδες. Το μέγεθος των ψηφίδων εδώ είναι αισθητά πιο μικρό από αυτό στα επιτοίχια και επδαπέδια ψηφιφιδωτά. Συχνά φτάνουν το μέγεθος του κεφαλιού της καρφίτσας.
* Βυζαντινή Ζωγραφική, η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της, Ναυσικά Πανσελήνου, εκδόσεις Καστανιώτη, 2000.
* Η τεχνική του ψηφιδωτού, Κολέφας Γιάννης, Εκδόσεις Εθνικού Οργανισμού Ελληνικής Χειροτεχνίας, 1970